- σανός
- Κομμένο και αποξηραμένο χόρτο που χρησιμοποιείται ως βασική τροφή των ζώων κατά τη χειμερινή περίοδο.
Η κοπή του χόρτου, με τα χέρια ή με χορτοκοπτικές μηχανές, αρχίζει όταν έχει εξαφανιστεί η δροσιά. Το χόρτο, καθώς θερίζεται, πέφτει και απλώνεται σε κανονικές σειρές και κατά τη διάρκεια της ημέρας γυρίζεται μία ή δύο φορές. Στο τέλος της ημέρας μαζεύεται σε σωρούς και την επόμενη ξαναπλώνεται. Όταν το χόρτο στεγνώσει τελείως, συλλέγεται και αποθηκεύεται επί τόπου σε θημωνιές ή δένεται σε δέματα (μπάλες) με τα χέρια ή χορτοπιεστικές μηχανές και μεταφέρεται σε κατάλληλες αποθήκες. Στις βόρειες περιοχές της Ευρώπης, όπου το κλίμα κάνα δύσκολη τη μέθοδο αυτή της αποξήρανσης, καταφεύγουν στη ζύμωση ή αποθηκεύουν το χόρτο, τελείως χλωρό ή μισο-στεγνωμένο, σε σιλούς (silos). Ένα λιβάδι που μπορεί να αρδεύεται, επιτρέπει συνήθως δύο συγκομιδές, μία το Μάιο και μια δεύτερη στο τέλος του καλοκαιριού (Αύγουστος). Σε ευνοϊκές περιπτώσεις (γόνιμα χωράφια, άφθονο νερό ποτίσματος, λίπανση κλπ.) μαζεύουν χορτάρι του είδους ως τέσσερις φορές.
Τα φυτά που μας προσφέρουν σανό είναι πόες της οικογένειας των Αγρωστιδών και της οικογένειας των Λεγκουμινωδών. Η πόα η λειμώνιος, η αγριοβρώμη αβένα η άγονος) και το ανθόξανθο το εύοσμο είναι από τους συνηθέστερους αγρωστίδες. Το χαρακτηριστικό άρωμα του ξηρού χόρτου οφείλεται στο ανθόξανθο το εύοσμο. Από τα λεγκουμινώδη είναι πολύ κοινά τα τριφύλλια, οι ονοβρύχιδες, τα λούπινα και οι κύτισοι. Σ’ αυτά τα είδη πρέπει να προστεθούν και τα κοινά ποώδη φυτά των λιβαδιών (η σάλβια των λιβαδιών, η λευκή μαργαρίτα, η ξινήθρα, το άγριο καρότο, η αχίλεια), μεταξύ των οποίων φυτρώνουν ποώδη ζιζάνια, που, όταν είναι άφθονα, μειώνουν την ποιότητα του σανού.
Επιζήμια είναι και η συνήθεια των χωρικών να ενισχύουν τα λιβάδια τους με σπόρους, σκορπίζοντας στην επιφάνεια τη σκόνη που έχει απομείνει στις αποθήκες του σανού, γιατί σ’ αυτή τη σκόνη, εκτός από τους σπόρους των χρήσιμων φυτών, υπάρχουν και σπόροι ζιζανίων, όπως οι ρανούγκουλοι και πολλοί σκιαδανθοί.
Συγκομιδή σανού σε κρατικό αγρόκτημα κοντά στο Κίεβο.
* * *ο, και σανό, το, Ν1. χόρτο από διάφορα αγρωστώδη ή χεδρωπά, που θερίζεται πριν να ωριμάσει εντελώς και το οποίο, αφού ξεραθεί, χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή2. στον πληθ. τα σανάτο σύνολο τής συγκομιδής τών παραπάνω χόρτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. seno].
Dictionary of Greek. 2013.